- μανδραγορίτης
- μανδρᾰγορ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,A flavoured with mandrake,
οἶνος Dsc.5.71
:—fem. [suff] μανδρᾰγορ-ῖτις, ιδος, ἡ, epith. of Aphrodite. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἶνος Dsc.5.71
:—fem. [suff] μανδρᾰγορ-ῖτις, ιδος, ἡ, epith. of Aphrodite. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μανδραγορίτης — μανδραγορίτης, ὁ (Α) [μανδραγόρας] (για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί με την προσθήκη ρίζας τού φυτού μανδραγόρα … Dictionary of Greek
μανδραγορίτης — flavoured with mandrake masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)